You are here
Home ›Ελλάδα – Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, 2014, Αριθμός Απόφασης 467/2014
European Union Law > EN - Asylum Procedures Directive, Council Directive 2005/85/EC of 1 December 2005 > Art 7
European Union Law > EN - Asylum Procedures Directive, Council Directive 2005/85/EC of 1 December 2005 > Art 11
European Union Law > EN - Qualification Directive, Directive 2004/83/EC of 29 April 2004 > Art 4
European Union Law > EN - Returns Directive, Directive 2008/115/EC of 16 December 2008 > Recital (5)
European Union Law > EN - Returns Directive, Directive 2008/115/EC of 16 December 2008 > Recital (8)
European Union Law > EN - Returns Directive, Directive 2008/115/EC of 16 December 2008 > Recital (9)
European Union Law > EN - Returns Directive, Directive 2008/115/EC of 16 December 2008 > Article 1
European Union Law > EN - Returns Directive, Directive 2008/115/EC of 16 December 2008 > Article 2
European Union Law > EN - Recast Qualification Directive, Directive 2011/95/EU of 13 December 2011 > Article 4
Greece - Law 3907/2011 - Article 11
Greece - Law 3907/2011 - Article 17
Greece - Law 3907/2011 - Article 18
Greece - Law 3907/2011 - Article 30
Greece - Law 3386 of 2005 on the entrance
Greece - Law 3386 of 2005 on the entrance Art 76
Greece - Presidential Decree 113/2013 - Article 2
Greece - Presidential Decree 113/2013 - Article 3
Greece - Presidential Decree 113/2013 - Article 4
Greece - Presidential Decree 113/2013 - Article 5
Greece - Presidential Decree 113/2013 - Article 9
Αιτών άσυλο σε αναρμόδια αρχή θεωρείται ως μη νομίμως διαμένων στην ελληνική επικράτεια και εμπίπτει στις διατάξεις περί κράτησης της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του Ν. 3907/2011 για την απομάκρυνση παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα στοιχεία της ταυτότητάς του δεν έχουν επαληθευτεί. Η προθεσμία παραπομπής του αιτήματος ασύλου στην αρμόδια αρχή αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο αιτών άσυλο συνδράμει, στα πλαίσια της υποχρέωσης συνεργασίας του, στην διακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητάς του.
Ο αντιλέγων, υπήκοος Μπαγκλαντές, συνελήφθη στις 17/09/2014 κοντά στη συνοριακή γραμμή Ελλάδας-Σκοπίων γιατί επιχείρησε έξοδο από τη χώρα χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις. Στις 18/09/2014 διατάχθηκε από τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Αστυνομίας Κιλκίς η θέση του σε προσωρινή κράτηση και, στη συνέχεια, στις 21/09/2014 η επιστροφή του στη χώρα καταγωγής – χωρίς να χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης, η απαγόρευση εισόδου του στην Ελλάδα έως τις 21/09/2019 και η συνέχιση της κράτησής του προκειμένου να απομακρυνθεί. Την 01/10/2014 ο αντιλέγων δήλωσε στην αρχή κρατήσεως ότι επιθυμεί να υποβάλλει αίτημα πολιτικού ασύλου με έγγραφό του το οποίο διαβιβάστηκε στο Αυτοτελές Κλιμάκιο Ασύλου Θεσσαλονίκης στις 02/10/2014. Ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι εισήλθε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 2013 λόγω δίωξης στην χώρα καταγωγής του εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων, αλλά δεν κατάφερε να υποβάλλει αίτημα υπαγωγής στο καθεστώς του πρόσφυγα στο Περιφερειακό Γραφείο Ασύλου Αθήνας. Ισχυρίστηκε, επιπλέον, ότι οι ελληνικές αρχές δεν κατέγραψαν το αίτημά του μέχρι τις 30/10/2014 και ότι κρατείται υπό συνθήκες που συνιστούν την έννοια της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ. Το διαβατήριό του προσκομίστηκε στην αρμόδια αρχή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του στις 30/10/2014. Υπεύθυνη Δήλωση νομίμως διαμένοντος στην επικράτεια υπηκόου Μπαγκλαντές ότι προτίθεται να φιλοξενήσει τον αντιλέγοντα στην οικία του δεν εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο ως λόγος άρσης της κράτησης, καθώς η ΥΔ δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο ενώπιον της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Οι αντιρρήσεις απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε ότι δεν συντρέχει λόγος άρσης της κράτησης, ενώ οι συνθήκες κράτησης αμφισβητούνται αναπόδεικτα. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι σε περίπτωση υποβολής του αιτήματος ασύλου σε αναρμόδια αρχή, η προθεσμία της παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 3907/2011 για την παραπομπή του αιτήματος προς κρίση στα αρμόδια όργανα (15 ή, μετά από αιτιολογημένη παράταση, 25 ημέρες) αρχίζει από τότε που ο κρατούμενος και ήδη αιτών διεθνή προστασία συνδράμει, στα πλαίσια της υποχρέωσης συνεργασίας του με τις αρχές κράτησης, για τη διαπίστωση των στοιχείων της ταυτότητάς του. Εντωμεταξύ, για το διάστημα κατά το οποίο τα στοιχεία του παραμένουν ανεξακρίβωτα, θεωρείται παρανόμως διαμένων και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2008/115 και του Ν. 3907/2011. Σύμφωνα με το συλλογισμό του Δικαστηρίου, αυτό επιβάλλεται προκειμένου να αποφευχθεί η καταστρατήγηση των διατάξεων περί προϋποθέσεων πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου και επικουρικής προστασίας – με βάση την ευχέρεια που παρέχει το παράγωγο δίκαιο της Ε.Ε. στα Κράτη-Μέλη να ζητούν την αυτοπρόσωπη και σε συγκεκριμένο τόπο υποβολή του αιτήματος ασύλου (άρθρο 6 παρ. 1 της Οδηγίας 2005/85) – και να διατηρηθεί το ωφέλιμο αποτέλεσμα της Οδηγίας 2008/115, δηλαδή η απομάκρυνση των μη νομίμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών από την επικράτεια των Κρατών-Μελών. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αντιλέγων εισήλθε παράτυπα στη χώρα, δεν απέκτησε νόμιμο τίτλο διαμονής και συνελήφθη επιχειρώντας να εξέλθει από την επικράτεια χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις και χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, ενώ η διαπίστωση ότι το διαβατήριο που προσκόμισε ανήκει πράγματι σ' αυτόν εκκρεμεί, μπορεί βασίμως να υποστηριχθεί ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής κατ’ άρθρο 18 του Ν. 3907/2011. Δεν συντρέχουν,επομένως, λόγοι άρσης της κράτησης, η δε προθεσμία για τη διαβίβαση του αιτήματος ασύλου ξεκινά από τις 30/10/2014 οπότε και εκπληρώθηκε η υποχρέωση συνεργασίας.
Αντιρρήσεις απορρίφθηκαν
Το Δικαστήριο στηρίζει την κρίση του στις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, αντιμετωπίζοντας τον αντιλέγοντα ως παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και μετά την κατάθεση από μέρους του αιτήματος ασύλου. Η ερμηνεία αυτή βρίσκεται, ωστόσο, σε αντίθεση με το γράμμα της Οδηγίας, κατά το οποίο υπήκοος τρίτης χώρας που έχει καταθέσει αίτημα ασύλου δεν θα πρέπει να θεωρείται ως παρανόμως διαμένων στο έδαφος του Κράτους-Μέλους όπου κατέθεσε την αίτηση έως ότου τεθεί σε ισχύ αρνητική απόφαση επί της αίτησής του ή απόφαση η οποία αποσβένει το δικαίωμά του να παραμείνει στην επικράτεια ως αιτών άσυλο (προοίμιο οδηγίας, αιτιολογική σκέψη 9). Επιπλέον, σύμφωνα με την Οδηγία 2005/85/ΕΚ (άρθρο 7 παρ. 1), οι αιτούντες άσυλο θεμελιώνουν δικαίωμα παραμονής στο έδαφος του Κράτους-Μέλους μέχρι την κρίση της άιτησής τους. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, εξάλλου, κάνει δεκτό ότι οι Οδηγίες 2008/115 και 2005/85 ρυθμίζουν δύο διαφορετικά καθεστώτα και ότι η κράτηση παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αφενός, και αιτούντων άσυλο, αφετέρου, υπάγονται σε διαφορετικούς νομικούς κανόνες (Βλέπε Case C-357/09 PPU, Said Shamilovich Kadzoev (Huchbarov), Judgment of 30 November 2009, Case C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie ČR, Krajské ředitelství policie Ústeckého kraje, odbor cizinecké policie, Judgment of 30 May 2013). Κομβικές για την έκβαση της υπόθεσης αποδείχτηκαν η υποχρέωση συνεργασίας και η διαδικασία διακρίβωσης των στοιχείων της ταυτότητας του αιτούντος. Το Δικαστήριο φαίνεται να καταλήγει στην κρίση ότι προκειμένου να ενταχθεί ο αντιλέγων στο καθεστώς του αιτούντος άσυλο η αίτησή του πρέπει πρώτα να περιέλθει στην αρμόδια για την εξέτασή της αρχή εντός των νομίμων προθεσμιών του Ν. 3907/2011 και η αρχή αυτή να προβεί στην διακρίβωση των στοιχείων του. Η σύνδεση, ωστόσο, των προθεσμιών αυτών με την υποχρέωση συνεργασίας σημαίνει ουσιαστικά ότι αν ο αντιλέγων δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει το διαβατήριό του θα μπορούσε να παραμείνει σε κράτηση ως παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας για όσο χρόνο επιτρέπει η Οδηγία 2008/115, παρά το γεγονός ότι κατέθεσε αίτηση ασύλου – έστω σε αναρμόδια αρχή, όπως δικαιούται να κάνει ως τελών υπό καθεστώς κράτησης (άρθρο 9(1α) ΠΔ 113/2013). Η στάση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί προβληματική ενόψει του κατοχυρωμένου δικαιώματος πρόσβασης σε άσυλο (άρθρο 18 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., άρθρο 14 Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), αλλά και της υποχρέωσης συνεργασίας των Κρατών-Μελών κατά την αξιολόγηση όλων των στοιχείων της αίτησης, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του αιτούντος (Οδηγία 2004/83/ΕΚ και Οδηγία 2011/55/ΕΕ, άρθρο 4). Τέλος, από το συλλογισμό του Δικαστηρίου απουσιάζουν αναφορές στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης (βλέπε άρθρο 78 ΣΛΕΕ), τη Συνθήκη της Γενεύης και τον διακηρυκτικό χαρακτήρα του καθεστώτος του πρόσφυγα, ενώ συστάσεις διεθνών φορέων ως προς την κράτηση των αιτούντων άσυλο (βλέπε παρατηρήσεις Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες) δεν φαίνεται, επίσης, να λαμβάνονται υπόψη.